κροκό-πεπλος

κροκό-πεπλος

κροκό-πεπλος, mit saffranfarbigem Kleide; so heißt Eos, Il. 8, 1. 19, 1 u. öfter, von der Farbe, die das Morgenroth annimmt, wenn die Sonne im Begriff ist aufzugehen; – die Enyo, Hes. Th. 273; – die Flußnymphe Telestho, ib. 358; – Μοῠσαι, Alcman. bei Hephaest.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυανόπεπλος — κυανόπεπλος, ον (Α) (για τη Δήμητρα ή για τη Λητώ) αυτή που φορά μαύρο πέπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πέπλος (πρβλ. κροκό πεπλος, ροδό πεπλος)] …   Dictionary of Greek

  • μελάμπεπλος — μελάμπεπλος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τού Θανάτου και τής Νύκτας) αυτός που φορά μαύρο πέπλο, μαυροντυμένος 2. μαύρος («μελάμπεπλος στολή», Ευρ.) 3. (για φαράγγι, λάκκο, κοιλάδα) σκοτεινός, ζοφερός 4. (κατά τον Ησύχ.) «μελάμπεπλος πενθήρης». [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”