κροκωτίδιον

κροκωτίδιον

κροκωτίδιον, τό, dim. zu κροκωτός, Ar. Lys. 47 Eccl. 332.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κροκωτίδιον — κροκωτίδιον, τὸ (Α) [κροκωτός] μικρός κίτρινος χιτώνας («τα κροκωτίδια και τά μύρα», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • κροκωτίδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκωτίδια — κροκωτίδιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκώτιον — κροκώτιον, τὸ (Α) [κροκωτός] κροκωτίδιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”