- κροκωτο-φόρος
κροκωτο-φόρος, ein saffranfarbiges Prachtkleid, κροκωτός tragend, Plut. an seni 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροκωτο-φόρος, ein saffranfarbiges Prachtkleid, κροκωτός tragend, Plut. an seni 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροκωτοφόρος — κροκωτοφόρος, ον (Α) αυτός που φορά κροκωτό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκωτός + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek