κροκωτός — saffron dyed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκωτός — ή, ό (Α κροκωτός, ή, όν) αυτός που είναι βαμμένος με κρόκο ή έχει το χρώμα του («κροκωτὸν σπάργανον», Πίνδ.) αρχ. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ κροκωτός και τo κροκωτόν ένδυμα βαμμένο με κρόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα ωτός (πρβλ. ελικ… … Dictionary of Greek
κροκωτά — κροκωτός saffron dyed neut nom/voc/acc pl κροκωτά̱ , κροκωτός saffron dyed fem nom/voc/acc dual κροκωτά̱ , κροκωτός saffron dyed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκωτῶν — κροκωτός saffron dyed fem gen pl κροκωτός saffron dyed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκωτόν — κροκωτός saffron dyed masc acc sg κροκωτός saffron dyed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκωτοῖς — κροκωτός saffron dyed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκωτοί — κροκωτός saffron dyed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκωτοῦ — κροκωτός saffron dyed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκωτούς — κροκωτός saffron dyed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκωτῷ — κροκωτός saffron dyed masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκώθ' — κροκωτά , κροκωτός saffron dyed neut nom/voc/acc pl κροκωτά̱ , κροκωτός saffron dyed fem nom/voc/acc dual κροκωτά̱ , κροκωτός saffron dyed fem nom/voc sg (doric aeolic) κροκωτέ , κροκωτός saffron dyed masc voc sg κροκωταί , κροκωτός saffron dyed… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)