- κρούνισμα
κρούνισμα, τό, das wie aus einem Quell Hervorspringende, Aufsprudelnde; μελισταγές Ep. ad. 259 (Plan. 12).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρούνισμα, τό, das wie aus einem Quell Hervorspringende, Aufsprudelnde; μελισταγές Ep. ad. 259 (Plan. 12).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρούνισμα — κρούνισμα, τὸ (Α) [κρουνίζω] το νερό που τρέχει από την κρήνη … Dictionary of Greek
κρούνισμα — gush neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουνισμάτιον — κρουνισμάτιον, τὸ (Α) [κρούνισμα] 1. μικρό στόμιο 2. μικρός σωλήνας … Dictionary of Greek