- κρούνωμα
κρούνωμα, τό, das Hervorgesprudelte, = κρουνός, δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον, die Augen als die Quellen der Thränen, Empedocl. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρούνωμα, τό, das Hervorgesprudelte, = κρουνός, δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον, die Augen als die Quellen der Thränen, Empedocl. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρούνωμα — κρούνωμα, τὸ (Α) μεγάλη ποσότητα αφθονία («νῆστίς θ ἣ δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρουνός + επίθημα ωμα (πρβλ. αέτ ωμα, κεφάλ ωμα)] … Dictionary of Greek
κρούνωμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουνώμασιν — κρούνωμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουνός — ο (AM κρουνός) 1. κάνουλα ή ειδικός σωλήνας που τοποθετείται σε βρύση για να ρέει το νερό με μεγαλύτερη πίεση 2. μτφ. αφθονία, συνήθως υγρού (α. «άνοιξαν οι κρουνοί τ ουρανού» β. «κρουνοί δακρύων» γ. κεῑνο δ Ἁφαίστειο κρουνοὺς ἑρπετόν», Πίνδ.)… … Dictionary of Greek