κρητήριον, ion. u. ep. = κρατήρ, κρατήριον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρητήριον — κρητήριον, τὸ (Α) (ιων. και επικ. τ.) βλ. κρατήριον … Dictionary of Greek
κρατήριον — κρατήριον, ιων. τ. κρητήριον, τὸ (Α) [κρατήρ] 1. μικρός κρατήρας 2. μέτρο υγρών … Dictionary of Greek