- κρητήρ
κρητήρ,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρητήρ,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρητήρ — κρητήρ, ῆρος, ὁ (Α) (ιων. και επικ. τ.) βλ. κρατήρας … Dictionary of Greek
κρητῆρ' — κρητῆρα , κρατήρ mixing vessel masc acc sg (epic ionic) κρητῆρι , κρατήρ mixing vessel masc dat sg (epic ionic) κρητῆρε , κρατήρ mixing vessel masc nom/voc/acc dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρητήρ — κρατήρ mixing vessel masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Boustrophedon — Boustrophédon Une inscription en boustrophédon du Ve siècle av. J. C. ; trouvée à Gortyne, dans l île de Crète On qualifie de boustrophédon le tracé d un s … Wikipédia en Français
Boustrophédon — Une inscription en boustrophédon du Ve siècle av. J.‑C. ; trouvée à Gortyne, dans l île de Crète On qualifie de boustrophédon le tracé d un système d écriture qui change alternativement de sens ligne après ligne, à la manière du bœ … Wikipédia en Français
PHOLUS — unus ex Centauris, Ixionis ex Nube fil. qui Herculem ad Pirithoi nuptias euntem hospitiô excepit, eoque in tumultu, qui inter Lapithas et Centauros eiusdem in nuptiis exortus est, occubuit. Ovidius. Virg. Georg. l. 2. v. 455. Ille furentes… … Hofmann J. Lexicon universale
κρατήρας — I (Αρχαιολ.). Αγγείο (κρατήρ) που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες από τους ομηρικούς χρόνους για να αναμειγνύουν το κρασί με νερό. Επρόκειτο κυρίως για δοχεία αρκετά μεγάλα με πλατύ στόμιο και λαβές. Παλαιότερα οι λαβές των κ. είχαν σχήμα ελίκων και… … Dictionary of Greek
υποκρατήριον — και ιων. τ. ὑποκρητήριον, τὸ, Α ὑποκρατηρίδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κρατήρ/κρητήρ] … Dictionary of Greek
υποκρατηρίδιον — και ιων. τ. ὑποκρητηρίδιον, τὸ, Α έδρα, βάση κρατήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κρατήρ/κρητήρ + κατάλ. ίδιον] … Dictionary of Greek
χανδάνω — Α (επικ. τ.) 1. χωρώ, περιλαμβάνω («ἕξ δ ἄρα μέτρα χάνδανεν [ὁ κρητήρ]», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. α) (για πρόσ.) περιορίζω («Ἥρη δ οὐκ ἔχαδε στῆθος χόλον» η Ήρα δεν μπορούσε να περιορίσει την οργή της στο στήθος, Ομ. Ιλ.) β) είμαι ικανός («κεκραξόμεσθά γ … Dictionary of Greek
χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… … Dictionary of Greek