- κροτο-θόρυβος
κροτο-θόρυβος, ὁ, Lärm vom Schlagen od. Händeklatschen; Epicur. bei Plut. adv. Col. 17 non posse 13; vgl. D. L. 10, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροτο-θόρυβος, ὁ, Lärm vom Schlagen od. Händeklatschen; Epicur. bei Plut. adv. Col. 17 non posse 13; vgl. D. L. 10, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψοφώ — ψοφῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ψοφάω Ν (αμτβ.) (για πρόσ. χλευαστ.) πεθαίνω (α. «ψόφησε τελικά ο εγκληματίας» β. «κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφήσετε», Σοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. α) επιθυμώ πολύ κάτι, λαχταρώ (α. «ψοφάω για φρούτα το καλοκαίρι» β. «ψοφάει… … Dictionary of Greek
ασπιδόδουπος — ἀσπιδόδουπος, ον (Α) αυτός που προξενεί κρότο με την ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς( ίδος) + δούπος «θόρυβος»] … Dictionary of Greek
επιδουπώ — ἐπιδουπῶ, έω (Α) κάνω κρότο, θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δουπέω, ώ (< δούπος «θόρυβος»)] … Dictionary of Greek
κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… … Dictionary of Greek
οπλόδουπος — ὁπλόδουπος, ον (Α) αυτός που προκαλεί κρότο με όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. ασπιδό δουπος)] … Dictionary of Greek
πολυρράθαγος — ον, Α αυτός που παράγει ήχο, κρότο με μεγάλη ένταση ή με μεγάλη διάρκεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ῥάθαγος «ήχος, θόρυβος»] … Dictionary of Greek
σιγαστήρας — ο, Ν 1. τεχνολ. διάταξη μέσω τής οποίας διέρχονται τα καυσαέρια εξαγωγής ενός κινητήρα εσωτερικής καύσης προκειμένου να μειωθεί ο αεροδυναμικός θόρυβος, αλλ. σιωπητήρας 2. εξάρτημα που τοποθετείται στην κάννη πυροβόλου όπλου και, ιδίως, πιστολιού … Dictionary of Greek