κροτησμός

κροτησμός

κροτησμός, ὁ, = Vorigem; πυκνοῠ κροτησμοῦ τυγχάνουσ' ὑπὸ πτόλιν Aesch. Spt. 543, vom Schleudern der Lanzen auf die Schilder, das einen hellen Klang hervorbringt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κροτησμός — κροτησμός, ὁ (Α) κρότος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροτώ + επίθημα ησμός (πρβλ. ορχ ησμός, χρ ησμός)] …   Dictionary of Greek

  • κροτησμοῦ — κροτησμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”