- κροταφῖτις
κροταφῖτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vor., πληγή, Schlag auf die Schläfe, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροταφῖτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vor., πληγή, Schlag auf die Schläfe, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροταφίτης — ο, θηλ. κροταφίτιδα (Α κροταφίτης, θηλ. κροταφῑτις, ίτιδος) φρ. «κροταφίτης μυς» μασητήριος μυς που εκφύεται από την κροταφική χώρα και καταφύεται με ισχυρό τένοντα στην κορωνοειδή απόφυση τής κάτω γνάθου αρχ. φρ. «κροταφίτιδες πληγαί» χτυπήματα… … Dictionary of Greek