- κροταφίζω
κροταφίζω, die Schläfe schlagen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροταφίζω, die Schläfe schlagen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροταφίζω — (AM) [κρόταφος] χτυπώ κάποιον στους κροτάφους … Dictionary of Greek
ἐκροταφίσθη — κροταφίζω strike on the temples aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροταφιστής — κροταφιστής, ὁ (Α) [κροταφίζω] αυτός που χτυπάει στους κροτάφους … Dictionary of Greek