- κρησερίτης
κρησερίτης ἄρτος, Diphil. bei Ath. III, 111 e. Brot von sein gesiebtem Mehle.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρησερίτης ἄρτος, Diphil. bei Ath. III, 111 e. Brot von sein gesiebtem Mehle.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρησερίτης — κρησερίτης, ὁ (Α) φρ. «κρησερίτης ἄρτος» ψωμί παρασκευασμένο από λεπτοκοσκινισμένο αλεύρι, κρησαριστό ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρησέρα + κατάλ. ίτης (πρβλ. κλιβαν ίτης, φουρν ίτης)] … Dictionary of Greek
κρησερίτας — κρησερίτᾱς , κρησερίτης of sifted flour masc acc pl κρησερίτᾱς , κρησερίτης of sifted flour masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)