- γροσφο-μάχος
γροσφο-μάχος, mit dem γρόσφος kämpfend, Pol. 1, 33, 9. 6, 21, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γροσφο-μάχος, mit dem γρόσφος kämpfend, Pol. 1, 33, 9. 6, 21, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γροσφομάχος — γροσφομάχος, ον (Α) Ρωμαίος στρατιώτης που πολεμάει με τον γρόσφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρόσφος + μάχος < μάχομαι] … Dictionary of Greek