- κραμβίον
κραμβίον, τό, dim. von κράμβη, Sp.; auch = κραμβεῖον, v. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραμβίον, τό, dim. von κράμβη, Sp.; auch = κραμβεῖον, v. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραμβίον — κραμβίον, τὸ (AM, Μ και κραμβίν) βλ. κραμπί … Dictionary of Greek
κραμβίον — decoction of cabbage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραμβίου — κραμβίον decoction of cabbage neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραμβίῳ — κραμβίον decoction of cabbage neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράμβη — η (AM κράμβη, Μ και κράμπη) ονομασία φυτών που σήμερα συγκαταλέγονται στο γένος βράσσικα («κράμβης... εἶναι γένη τρία, τῆς τε καλουμένης ἁλμυρίδος και λειοφύλλου και σελινουσίης», Αθήν.) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… … Dictionary of Greek
κραμπί — το (AM) κραμβίον, Μ και κραμβίν) το φυτό κράμβη αρχ. το αφέψημα τής κράμβης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κραμβί(ο)ν < κράμβη + υποκορ. κάταλ. ί(ο)ν. Από τον μσν. τ. κραμβίν προήλθε ο νεοελλ. τ. κραμπί με τροπή τού μβ σε μπ (κλειστοποίηση) πρβλ. εμβαίνω > … Dictionary of Greek