- κραμβίδιον
κραμβίδιον, τό, dim. von κράμβη; so nannte Antiphan. nach Poll. 6, 54 den ῥάφανος; vgl. Arist. H. A. 5, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραμβίδιον, τό, dim. von κράμβη; so nannte Antiphan. nach Poll. 6, 54 den ῥάφανος; vgl. Arist. H. A. 5, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραμβίδιον — κραμβίδιον, τὸ (Α) ραπανάκι («κραμβίδιον ἑφθὸν χαρίεν ἀστεῑον πάνυ», Αντιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + υποκορ. κατάλ. ίδιον] … Dictionary of Greek
κραμβίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράμβη — η (AM κράμβη, Μ και κράμπη) ονομασία φυτών που σήμερα συγκαταλέγονται στο γένος βράσσικα («κράμβης... εἶναι γένη τρία, τῆς τε καλουμένης ἁλμυρίδος και λειοφύλλου και σελινουσίης», Αθήν.) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… … Dictionary of Greek