κραμβαλιαστύς

κραμβαλιαστύς

κραμβαλιαστύς, ύος, ἡ, helles Gelächter, Hesych., nach Conj.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κραμβαλιαστύς — κραμβαλιαστύς, ύος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) δυνατό γέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραμβαλίζω «ασωτεύω» κατά τα παρ. τών ρ. σε ιάζω + κατάλ. τύς (πρβλ. ασπασ τύς, γελαστ τύς), πιθ. κατ επίδραση τού κρεμβαλιαστύς «χορός στον ήχο τών κροτάλων» <… …   Dictionary of Greek

  • χαραμβαλιαστύς — Α (κατά τον Ησύχ.) «γέλως ὁ μετὰ παιδιᾱς». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει πιθ. να διορθωθεί στον τ. κραμβαλιαστύς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”