κραδαλός

κραδαλός

κραδαλός, von κραδαίνω, leicht zu schwingen, zu erschüttern, Eust. 1165, 20.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κράδαλος — κράδαλος, ὁ (Α) [κράδη] (κατά τον Ησύχ.) κλάδος συκιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράδ η με σημ. «κλαδί» + επίθημα αλο ς (πρβλ. διδάσκ αλος, πέτ αλος)] …   Dictionary of Greek

  • κραδαλός — κραδαλός, ή, όν (Α) αυτός που κραδαίνεται εύκολα, ευκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη με σημ. «το άκρο τού κλαδιού (που σείεται)» + επίθημα αλό ς (πρβλ. ομ αλός, τροχ αλός)] …   Dictionary of Greek

  • κραδαλόν — κραδαλός quivering masc acc sg κραδαλός quivering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράδαλοι — κράδαλος fig tree branch masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράδη — Μηχάνημα που χρησιμοποιούσαν στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, πιθανότατα στις τραγωδίες, για την ανύψωση των ηθοποιών που υποδύονταν τους θεούς. * * * κράδη, ἡ (Α) 1. το ανώτατο άκρο τού κλαδιού, το κλωνάρι, το βλαστάρι («τέττιγες... ἐπὶ τῶν κραδῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”