κραιπαλό-βοσκος

κραιπαλό-βοσκος

κραιπαλό-βοσκος, δίψα, vom Rausche genährter, daraus herrührender Durst, Sopat. bei Ath. XI, 784 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύβοσκος — ον, Α 1. αυτός που παρέχει πολλή βοσκή 2. αυτός που παρέχει βοσκή σε πολλούς 3. αυτός στον οποίο βόσκουν πολλοί, αυτός που τρέφει πολλούς («πολύβοσκος γαῖα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βοσκος (< βοσκός), πρβλ. κραιπαλό βοσκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”