κραιπαλό-κωμος

κραιπαλό-κωμος

κραιπαλό-κωμος, im Rausche mit Jubel und Gesang umherschwärmend, Ar. Ran. 217.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φιλόκωμος — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσουν τα γλέντια, οι διασκεδάσεις 2. (για μουσικά όργανα) αυτός που συνοδεύει τα γλέντια, τις ευωχίες 3. (το αρσ.) προσωνυμία τού Ανακρέοντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κωμος (< κῶμος «συμπόσιο, διασκέδαση»), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”