κρεμάστρα

κρεμάστρα

κρεμάστρα, ἡ, = κρεμάϑρα; bei Arist. rhet. 3, 11 = Ankertau. – Bei Theophr. der Fruchtstiel.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρεμάστρα — κρεμάστρᾱ , κρεμάστρα stalk by which a flower hangs fem nom/voc/acc dual κρεμάστρᾱ , κρεμάστρα stalk by which a flower hangs fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμάστρα — η (AM κρεμάστρα) νεοελλ. έπιπλο ή σκεύος που χρησιμεύει για κρέμασμα τών ρούχων μσν. 1. κρεμάλα 2. προεξοχή στον εξωτερικό τοίχο σπιτιού αρχ. 1. κρεμάθρα* 2. ο μίσχος απ όπου κρέμεται το άνθος («τὰ δὲ ἄνθη πέφυκεν ἀπὸ μιᾱς κρεμάστρας», Θεόφρ.).… …   Dictionary of Greek

  • κρεμάστρα — η κρεμαστάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρεμάστρας — κρεμάστρᾱς , κρεμάστρα stalk by which a flower hangs fem acc pl κρεμάστρᾱς , κρεμάστρα stalk by which a flower hangs fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμάστραι — κρεμάστρᾱͅ , κρεμάστρα stalk by which a flower hangs fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμάστραν — κρεμάστρᾱν , κρεμάστρα stalk by which a flower hangs fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμαστρῶν — κρεμάστρα stalk by which a flower hangs fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …   Dictionary of Greek

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • αδραχτερή — η [αδράχτι] κρεμάστρα ή καλάθι, όπου τοποθετούνται τα αδράχτια …   Dictionary of Greek

  • αναρτήρας — ( ήρ, ήρος), ο αντικείμενο στο οποίο μπορεί κανείς να εξαρτήσει, νά κρεμάσει κάτι, κρεμαστήρι, κρεμάστρα, καλόγερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”