κρινο-ειδής

κρινο-ειδής

κρινο-ειδής, ές, lilienartig, ἄνϑος Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρινοειδής — ές (AM κρινοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κρίνο νεοελλ. ζωολ. τα κρινοειδή ομοταξία εδραίων ή ελεύθερων εχινοδέρμων με μακριούς και εύκαμπτους βραχίονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + ειδής*. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”