- κρεμασμός
κρεμασμός, ὁ, = κρέμασις; Hippocr., Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρεμασμός, ὁ, = κρέμασις; Hippocr., Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρεμασμός — suspension masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμασμός — ο (AM κρεμασμός, Μ και κρεμαμός) [κρεμάννυμι] κρέμασμα μσν. πόθος … Dictionary of Greek
κρεμασμοῦ — κρεμασμός suspension masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμασμῷ — κρεμασμός suspension masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμασμόν — κρεμασμός suspension masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek