- κρεμαστής
κρεμαστής, ὁ, = κρεμαστήρ (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρεμαστής, ὁ, = κρεμαστήρ (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρεμαστῆς — κρεμαστός hung fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
Ηλείας και Ωλένης, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τον Πύργο.Για την αρτιότερη και πλέον εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω αρχιερατικοί επίτροποι: Πύργου, Αμαλιάδας, Πηνείας, Γαστούνης Βαρθολομιού, Λεχαινών, Βάρδας, Ωλένης, Αρχαίας Ολυμπίας και Λάμπειας. Στην… … Dictionary of Greek
Νιάτων, δήμος — Νέος δήμος του νομού Λακωνίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου Δημητρίου Ζάρακος και Κρεμαστής Νιάτων καθώς και τον οικισμό Απιδέας της πρώην κοινότητας Απιδέας. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο… … Dictionary of Greek