- κραυγάστρια
κραυγάστρια, ἡ, fem. zu κραυγαστής, Hesych. V. μηκάδες.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραυγάστρια, ἡ, fem. zu κραυγαστής, Hesych. V. μηκάδες.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραυγαστής — κραυγαστής, ὁ, θηλ. κραυγάστρια (Α) [κραυγάζω] κραύγασος*, φωνακλάς … Dictionary of Greek