κραυγμός

κραυγμός

κραυγμός, , Sp. = κραυγή.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κραυγμός — κραυγμός, ὁ (Μ) κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κραυγ (πρβλ. κραυγή, κραυγάζω) + κατάλ. μός (πρβλ. κρωγμός, στεναγ μός)] …   Dictionary of Greek

  • κραυγή — η (AM κραυγή) 1. έναρθρη ή, συνηθέστερα, άναρθρη δυνατή φωνή (α. «μόλις άκουσε τις κραυγές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει» β. «καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῆ τε καὶ ὀλολυγῆ χρωμένων», Θουκ. γ. «ζητεῑν τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”