- κραυρότης
κραυρότης, ητος, ἡ, Trockenheit, Sprödigkeit, bei Theophr. Ggstz von ψαϑυρότης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραυρότης, ητος, ἡ, Trockenheit, Sprödigkeit, bei Theophr. Ggstz von ψαϑυρότης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραυρότης — κραυρότης, ητος, ἡ (Α) [κραύρος] η εξαιτίας τής ξηρότητας ευθρυπτότητα, η ιδιότητα τού εύθραυστου … Dictionary of Greek
κραυρότης — brittleness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυρότητι — κραυρότης brittleness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυρότητος — κραυρότης brittleness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)