- κρατήτωρ
κρατήτωρ, ορος, ὁ, der Herrscher, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρατήτωρ, ορος, ὁ, der Herrscher, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρατήτωρ — κρατήτωρ, ορος, ὁ (Α) [κρατώ] κυρίαρχος, άρχοντας … Dictionary of Greek
κρατήτωρ — ruling star masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατήτορας — κρατήτωρ ruling star masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)