- κρατησί-μαχος
κρατησί-μαχος, in der Schlacht siegend, σϑένος Pind. P. 8, 89.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρατησί-μαχος, in der Schlacht siegend, σϑένος Pind. P. 8, 89.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρατησίμαχος — κρατησίμαχος, ὁ (Α) ο νικητής σε μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κρατησι (< κρατῶ) + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. θρασύ μαχος, πολύ μαχος] … Dictionary of Greek