- κρατησί-πους
κρατησί-πους, ποδος, mit den Füßen, d. i. im Laufe siegend, Pind. P. 10, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρατησί-πους, ποδος, mit den Füßen, d. i. im Laufe siegend, Pind. P. 10, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρατησίπους — κρατησίπους, ουν (Α) αυτός που νικά σε αγώνα δρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κρατησι (< κρατῶ) + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. καλλί πους, καμψί πους] … Dictionary of Greek