- κρατυσμός
κρατυσμός, ὁ, Kräftigung, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρατυσμός, ὁ, Kräftigung, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρατυσμός — κρατυσμός, ὁ (Α) [κρατύνω] ισχυροποίηση, ενδυνάμωση … Dictionary of Greek
κρατυσμός — strength masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυσμός — ο, ΝΑ [παχύνω] 1. πάχυνση, πάχος 2. πάχυσμα, πύκνωση αρχ. κρατυσμός*. ισχυροποίηση, δυνάμωμα … Dictionary of Greek