- κραστήριον
κραστήριον, τό, Pferdekrippe, Poll. 7, 142, von κράστις. – Nach Phryn. p. 178 auch attisch für ἐνήλατα κλίνης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραστήριον, τό, Pferdekrippe, Poll. 7, 142, von κράστις. – Nach Phryn. p. 178 auch attisch für ἐνήλατα κλίνης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραστήριον — rack neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραστήρια — κραστήριον rack neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραστήριο — το (Α κραστήριον) είδος σχάρας, η οποία στερεώνεται στον τοίχο, πάνω από τη φάτνη τών ιπποστασίων, όπου τοποθετείται η χορτονομή τών ίππων αρχ. στον πληθ. τὰ κραστήρια οι κολόνες τού κρεβατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρασ (πρβλ. κράστις «γρασίδι») +… … Dictionary of Greek
gras- : grō̆ s- — gras : grō̆ s English meaning: to gnaw, to devour Deutsche Übersetzung: “fressen, knabbern” Material: O.Ind. grásatē “gobbles (esp. from animals), devours” (*grasō), grüsa ḥ “ mouthful, morsel, bite of food “; Gk. γράω “ gnaw,… … Proto-Indo-European etymological dictionary