κρύφιμος

κρύφιμος

κρύφιμος, = κρύφιος, Maneth. 1, 252. 4, 413 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρύφιμος — κρύφιμος, ον (Α) πάπ. κρυφός, απόκρυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυφ τού κρύπτω (πρβλ. κέ κρυφ α) + κατάλ. ιμος (πρβλ. μάχιμος, τρόφ ιμος)] …   Dictionary of Greek

  • κρύφιμος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυφιμώτερον — κρύφιμος masc acc comp sg κρύφιμος neut nom/voc/acc comp sg κρύφιμος adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυφίμοισιν — κρύφιμος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυφίμων — κρύφιμος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύφιμα — κρύφιμος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύφιμ' — κρύφιμα , κρύφιμος neut nom/voc/acc pl κρύφιμε , κρύφιμος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”