- κρύφασος
κρύφασος, ὁ, ein gewisser Wurf mit Würfeln, Poll 7, 204.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρύφασος, ὁ, ein gewisser Wurf mit Würfeln, Poll 7, 204.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρύφασος — κρύφασος, ὁ (Α) ρίξιμο των ζαριών, ζαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρύφ (πρβλ. κρύφα) + εκφραστικό επίθημα σος (πρβλ. κίκκα σος] … Dictionary of Greek