κρόκος — saffron masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… … Dictionary of Greek
Κρόκος — Sp Kròkas Ap Κρόκος/Krokos L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
κρόκος — ο 1. είδος φυτού και η βαφική ύλη που βγαίνει από το άνθος του. 2. κροκός του αβγού, κροκάδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κρόκος, Γεώργιος — (Χίος 1916 –). Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Μαράσλειο Ακαδημία, στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Εθνικό Ωδείο (Βυζαντινή Μουσική) και στο Ωδείο Αθηνών (βιολί). Σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός, ενώ παράλληλα… … Dictionary of Greek
κρόκοι — κρόκος saffron masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόκοιο — κρόκος saffron masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόκοις — κρόκος saffron masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόκον — κρόκος saffron masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόκου — κρόκος saffron masc gen sg κροκόω crown with yellow ivy pres imperat act 2nd sg κροκόω crown with yellow ivy imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόκους — κρόκος saffron masc acc pl κροκόω crown with yellow ivy imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)