- κρωμᾱκόεις
κρωμᾱκόεις, εσσα, εν, felsig, rauh, Hesych. S. κλωμακόεις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρωμᾱκόεις, εσσα, εν, felsig, rauh, Hesych. S. κλωμακόεις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρωμακόεις — κρωμακόεις, εσσα, εν (Α) πετρώδης, κρημνώδης, τραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρῶμαξ, ακος + κατάλ. όεις (πρβλ. αστερ όεις, πετρ όεις)] … Dictionary of Greek