- κρωμᾱκωτός
κρωμᾱκωτός, dasselbe, Eust. zu Il. 2, 729.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρωμᾱκωτός, dasselbe, Eust. zu Il. 2, 729.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρωμακωτός — κρωμακωτός, ή, όν (Α) πετρώδης, δύσβατος, απόκρημνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρῶμαξ, ακος + κατάλ. ωτός (πρβλ. θυσαν ωτός, κλίμακ ωτός)] … Dictionary of Greek
κρωμακωτούς — κρωμακωτός heap of stones masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)