- κρυψί-φρων
κρυψί-φρων, = κρυψίνοος, Eust. 1574, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρυψί-φρων, = κρυψίνοος, Eust. 1574, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρυψίφρων — κρυψίφρων, ονος, ὁ, ἡ (Μ) κρυψίνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπτ[ο] ) + φρων (< φρήν), πρβλ. θελξί φρων, ταλασί φρων] … Dictionary of Greek