κρυφηδόν

κρυφηδόν

κρυφηδόν, = Vorigem, Ggstz von ἀμ φαδόν, Od. 14, 330. 19, 299 u. sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρυφηδόν — (AM, Α και κρυφανδόν) επίρρ. κρυφά, μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφά + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, (πρβλ. βουστροφ ηδόν, λυσσ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • κρυφηδόν — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • κρυφανδόν — (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «κρυφηδόν»*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφα, με πιθ. αναλογική επίδραση τού επιθέτου αναφανδόν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”