- κρυφο-γενής
κρυφο-γενής, ές, heimlich geboren, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρυφο-γενής, ές, heimlich geboren, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυθηγενής — κυθηγενής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κυθ τού κεύθω «κρύβω, κρατώ κάτι κρυφό» γενής (< γένος) το η τού τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς άλλα σύνθ. (πρβλ. γαιη γενής, θεη γενής)] … Dictionary of Greek