- κρυστάλλιον
κρυστάλλιον, τό, andrer Name für das Kraut ψύλλιον, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρυστάλλιον, τό, andrer Name für das Kraut ψύλλιον, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρυστάλλιον — κρυστάλλιον, τὸ (Α) βλ. κρυστάλλι … Dictionary of Greek
κρυστάλλιον — rock crystal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυστάλλια — κρυστάλλιον rock crystal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυστάλλι — το (Α κρυστάλλιον) κρύσταλλο νεοελλ. κρυστάλλινο αγγείο μσν. πάγος αρχ. το φυτό ψύλλιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυστάλλιον < κρύσταλλος] … Dictionary of Greek