κρυστάλλινος

κρυστάλλινος

κρυστάλλινος, von Krystall, hell u. rein, durchsichtig; νίπτρα Νυμ φᾶν Nicarch. 8 (IX, 330); κύλιξ D. Cass. 54, 23.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρυστάλλινος — icy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυστάλλινος — η, ο (AM κρυστάλλινος, ίνη, ον) αυτός που αποτελείται ή είναι φτιαγμένος από κρύσταλλο (α. «κρυστάλλινο ποτήρι» β. «κύλικα κρυσταλλίνην», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. φρ. «κρυστάλλινος φακός» κρυσταλλοειδής φακός νεοελλ. μσν. 1. αυτός που μοιάζει με… …   Dictionary of Greek

  • κρυστάλλινος — η, ο αυτός που αποτελείται από κρύσταλλο, ο κρουσταλλένιος, ο όμοιος με κρύσταλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυσταλλίνων — κρυστάλλινος icy fem gen pl κρυστάλλινος icy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυστάλλινον — κρυστάλλινος icy masc acc sg κρυστάλλινος icy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυσταλλίνην — κρυστάλλινος icy fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυσταλλίνου — κρυστάλλινος icy masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυσταλλίνῳ — κρυστάλλινος icy masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυστάλλινα — κρυστάλλινος icy neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυστάλλιναι — κρυστάλλινος icy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυστάλλινοι — κρυστάλλινος icy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”