κρυσταλλίζω

κρυσταλλίζω

κρυσταλλίζω, hell, durchsichtig wie Krystall sein, N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρυσταλλίζω — (Α κρυσταλλίζω) [κρύσταλλος] είμαι καθαρός και διαφανής σαν κρύσταλλο ή όμοιος με κρύσταλλο …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλίζοντι — κρυσταλλίζω to be clear as crystal pres part act masc/neut dat sg κρυσταλλίζω to be clear as crystal pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυσταλλίζων — κρυσταλλίζω to be clear as crystal pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύσταλλος — ο, η (AM κρύσταλλος, ὁ) 1. κάθε στερεό υλικό τού οποίου τα άτομα είναι διατεταγμένα με καθορισμένο τρόπο και το οποίο παρουσιάζει κανονικότητα στην εξωτερική του επιφάνεια ως αντανάκλαση τής εσωτερικής του συμμετρίας 2. διαφανής και καθαρός πάγος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”