- κρυσταλλο-ειδής
κρυσταλλο-ειδής, ές, dem Eise od. dem Krystalle ähnlich; Strab. IV. 204, Plut. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρυσταλλο-ειδής, ές, dem Eise od. dem Krystalle ähnlich; Strab. IV. 204, Plut. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρυσταλλοειδής — ές (AM κρυσταλλοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο ή έχει τις ιδιότητες τού κρυστάλλου («κρυσταλλοειδὴς ἴασπις», Διοσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να πάθει κρυστάλλωση, επιδεκτικός κρυσταλλώσεως 2. χημ. το ουδ. ως ουσ. το κρυσταλλοειδές… … Dictionary of Greek