- προ-κάρδιον
προ-κάρδιον, τό, die Herzgrube in der Gegend des Magenmundes, Poll. 2, 164.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-κάρδιον, τό, die Herzgrube in der Gegend des Magenmundes, Poll. 2, 164.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προκάρδιος — α, ο / προκάρδιος, ον, ΝΑ το ουδ. ως ουσ. το προκάρδιο(ν) ανατ. η μπροστά από την καρδιά μοίρα τού θωρακικού τοιχώματος νεοελλ. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιοχή τής αριστερής πρόσθιας επιφάνειας τού θώρακα στην οποία αντιστοιχεί η … Dictionary of Greek