- προ-κάρπιον
προ-κάρπιον, τό, die Vorderhand, Diosc., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-κάρπιον, τό, die Vorderhand, Diosc., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προκάρπιον — τὸ, Α το πρόσθιο μέρος τού χεριού μέχρι τον καρπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καρπός (ΙΙ) (πρβλ. μετα κάρπιον)] … Dictionary of Greek