ξύστωρ

ξύστωρ

ξύστωρ, ορος, ὁ, = ξυστήρ, Schol. Od. 22, 455.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξύστωρ — ξύστωρ, ορος, ὁ (Α) ξυστήρας («ξύστορσιν ἀπὸ τοῡ λεῑον ποιεῑν τὸ ἔδαφος», σχόλ. στην Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ (πρβλ. ἔ ξυσ α, αόρ. τού ξύω) + επίθημα τωρ (πρβλ. δυνάσ τωρ, μνήσ τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”