ξύστρον

ξύστρον

ξύστρον, τό, = ξύστρα, Werkzeug zum Schaben, Abkratzen, Poliren, Sp., wie D. Sic. 17, 53.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξῦστρα — ξῦστρον scythe neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοραλλιοπλάστης — κοραλλιοπλάστης, ὁ (Α) επιγρ. 1. αυτός που κατασκευάζει αγαλμάτια από κοράλλια 2. (κατ άλλους) αυτός που κατασκευάζει αγαλμάτια κορών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιον + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, ζαχαρο πλάστης. Κατ άλλη… …   Dictionary of Greek

  • ξυστρώ — ξυστρῶ, όω (Α) σχηματίζω ραβδώσεις («κίονες ἐξυστρωμένοι», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύστρα ή ξύστρον] …   Dictionary of Greek

  • ξύστρο — το (Α ξύστρον) εργαλείο για ξύσιμο, για λείανση, ξύστρα, ξυστήρι νεοελλ. 1. κηπουρικό εργαλείο για ελαφρά σκαλίσματα 2. ζωολ. όργανο που βρίσκεται στο στόμα τών γαστερόποδων μαλακίων και αποτελείται από σειρά δοντιών αρχ. δρέπανο προσαρτημένο σε… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՀ — (ի, ից.) NBH 1 425 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c գ. ξύστρον pala Թի երկաթի, գործի բրելոյ եւ պեղելոյ զհող երկրի. բահ. ... *Առեալ թագաւորին բահ եւ փայտատ՝ հատանել զգիրս հանգստարանաց սրբոց. Ագաթ.: *Բրել ձեռամբ, փայտատօք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ξύστροισι — ξύ̱στροισι , ξῦστρον scythe neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύστρων — ξύ̱στρων , ξῦστρον scythe neut gen pl ξυστρόω channel imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ξυστρόω channel imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύστρῳ — ξύ̱στρῳ , ξῦστρον scythe neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”