βόᾱμα, τό, Geschrei, Ruf, Aesch. Ag. 894; Ar. Nubb. 954.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βόαμα — βόαμα, το (Α) [βοώ] 1. δυνατή φωνή, κραυγή 2. ηχηρή μελωδία … Dictionary of Greek
βόαμα — βόᾱμα , βόαμα shriek neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)