- βόλλομαι
βόλλομαι, äol. = βούλομαι; ἐβολλόμαν Theocr. 28, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βόλλομαι, äol. = βούλομαι; ἐβολλόμαν Theocr. 28, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
низълагатисѧ — НИЗЪЛАГА|ТИСѦ (1*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Падать. Перен.: и како тужю и низлагаюсѧ. и горю ѡ коемь(ж)до васъ. (βολλομαι) ФСт XIV, 163б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
βούλομαι — και βουλιέμαι και βουλιούμαι (AM βούλομαι, Α και επιτ. τ. βόλομαι) 1. θέλω, επιθυμώ 2. λογαριάζω, σκέπτομαι να πράξω κάτι νεοελλ. αποφασίζω μσν. (για διάταξη νόμου) καθορίζω αρχ. φρ. 1. «εἰ βούλει» (ευγενική φράση φιλοφροσύνης) αν αγαπάς 2.… … Dictionary of Greek